- ὅμηρα
- ὅμηροςpledgeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὅμηρ' — ὅμηρα , ὅμηρος pledge neut nom/voc/acc pl ὅμηρε , ὅμηρος pledge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homère — Pour les articles homonymes, voir Homère (homonymie). Homère … Wikipédia en Français
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
ՊԱՆԴԱՆԴ — ( ) NBH 2 0595 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c Տ. ՊԱՏԱՆԴ. ὄμηρα obses. *Պանդանդ եւ փոխանորդ փրկութեանն իւրոյ զպատարագն ընկալեալ. Փիլ. սամփս.: *Արձակեաց եւս զպանդանդսն: Ետուն զնա պանդանդ: Առնոյր պանդանդս: Պանդանդս ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)